- συγκεκομμένους
- συγκόπτωchop upperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γητεύω — 1. γοητεύω, μαγεύω 2. θεραπεύω με γητειές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως γητεύω < *γογητευω (με αποβολή τής πρώτης συλλαβής γο που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική αντωνυμία [ε]γώ) < γοητεύω, με ανάπτυξη τού ημιφωνικού στοιχείου γ… … Dictionary of Greek
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek